αγορανομική νομοθεσία

αγορανομική νομοθεσία
Το σύνολο των διατάξεων που αφορούν την αγορανομία, τις αρμοδιότητες και το αντικείμενό της, τον καθορισμό των αγορανομικών αδικημάτων και των ποινών τους, τη ρύθμιση των ορίων τιμών και ποσοστών κέρδους των προϊόντων κατά κατηγορίες και, γενικότερα, τη ρύθμιση της πληθώρας των ζητημάτων που η τακτοποίησή τους έχει ως τελικό σκοπό την προστασία της κατανάλωσης. Κορμό της νομοθεσίας αυτής αποτελεί ο Αγορανομικός Κώδικας (Ν.Δ. 136/30 Σεπτεμβρίου 1946) όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με πλήθος μεταγενέστερους νόμους και διατάγματα. Ο κώδικας αυτός εξουσιοδοτεί τον υπουργό Ανάπτυξης (που με τη σειρά του εξουσιοδοτεί τους κατά τόπους νομάρχες και τις αστυνομικές αρχές) για την έκδοση ποικίλων αγορανομικών διατάξεων, που σκοπό έχουν να προσαρμόσουν τις γενικές κατευθύνσεις της α.ν. στα καθημερινά προβλήματα της κατανάλωσης. Από τις βασικές ρυθμίσεις του Αγορανομικού Κώδικα είναι η διάκριση των αγαθών σε ουσιώδηκαι επουσιώδη.Ουσιώδη θεωρούνται τα είδη εκείνα που αντιστοιχούν σε βασικές οικονομικές-βιοτικές ανάγκες του λαού και επιδρούν άμεσα στη διαμόρφωση του κόστους ζωής. Επουσιώδη, αντίθετα, θεωρούνται εκείνα τα είδη που συνήθως ονομάζονται πολυτελείας και αντιστοιχούν σε δευτερεύουσες ανάγκες της κατανάλωσης, οι οποίες προκύπτουν αφού έχουν ικανοποιηθεί οι πρωτεύουσες και οι ουσιώδεις. Τα ουσιώδη αγαθά διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, στα εν επαρκεία και τα εν ανεπαρκεία.Εν επαρκεία θεωρούνται τα ουσιώδη είδη των οποίων ο δείκτης προσφοράς είναι σχετικά μεγάλος, ενώ εν ανεπαρκεία τα αγαθά που παρουσιάζουν μικρό δείκτη προσφοράς. Το ζήτημα ποια αγαθά θεωρούνται ουσιώδη και ποια επουσιώδη, ποια ουσιώδη εν επαρκεία και ποια εν ανεπαρκεία είναι θέμα συγκεκριμένης νομοθετικής ρύθμισης και σχετίζεται άμεσα με το καθολικό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης (σε σχέση πάντα με τα ειδικότερα προβλήματα της αγοράς) μιας χώρας. Έτσι, σύμφωνα με την α.ν. της χώρας μας, ένα είδος θεωρείται επουσιώδες εφόσον δεν ορίζεται ρητά ως ουσιώδες. Τα ουσιώδη εν επαρκεία και εν ανεπαρκεία είδη απαριθμούνται περιοριστικά στην αγορανομική διάταξη 72/1977. Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, εν επαρκεία, θεωρούνται, π.χ., τα αναψυκτικά, τα ανταλλακτικά αυτοκινήτων και τα εξαρτήματα μοτοποδηλάτων, ο χάρτης γραφής, τυπογραφίας και υγείας κλπ., ενώ εν ανεπαρκεία, θεωρούνται π.χ. το πετρέλαιο ντίζελ, η βενζίνη, το κρέας, το βούτυρο, το γάλα, η ζάχαρη, o καφές, τα πουλερικά, τα σιδηροδρομικά, ατμοπλοϊκά, αεροπορικά εισιτήρια κλπ. Για κάθε κατηγορία ή υποκατηγορία προϊόντων αντιστοιχούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ειδικές ρυθμίσεις. Έτσι, (α) τα επουσιώδη είδη δεν υπόκεινται σε διατιμήσεις, σε ποσοστά κέρδους ή σε έλεγχο για υπερβολικό κέρδος, (β) τα ουσιώδη εν επαρκεία ελέγχονται μόνο ως προς το υπερβολικό κέρδος, ενώ (γ) για τα ουσιώδη εν ανεπαρκεία υφίσταται καθεστώς ανωτάτων τιμών πώλησης και ποσοστών κέρδους, του οποίου η παραβίαση συνιστά ποινικό αδίκημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”